- σησκουπλικάριος
- ή σησκουπλικιάριος, ὁ, Α1. ημιόλιος, ενάμισης2. στρατιώτης που έπαιρνε ενάμισυ σιτηρέσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sesquiplicarius < sesqui, συντετμ. τ. τού semisque «ενάμισης» + -plicarius (< -plex < plico «διπλώνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.